χελιδονόψαρο

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών αθερινόμορφων επιπελαγικών ιχθύων της οικογένειας εξωκοιτίδες, που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να εκτελούν μικρής διάρκειας αερολισθήσεις έξω από το νερό, για να αποφύγουν τους θηρευτές τους.