χεράκλα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο χέρι, χερούκλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. -άκλα (πρβλ. φωνάκλα)].