χερσάνιππος

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσάνιππος Medium diacritics: χερσάνιππος Low diacritics: χερσάνιππος Capitals: ΧΕΡΣΑΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: chersánippos Transliteration B: chersanippos Transliteration C: chersanippos Beta Code: xersa/nippos

English (LSJ)

ὁ, unmounted desert-guard, PSI4.399 (iii B. C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
πεζός φρουρός περιοχής της ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»].