χηρικός
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
χηρική, χηρικόν, of or for a widow, Tz.H.13.591.
Greek (Liddell-Scott)
χηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χήρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν.
επίρρ...
χηρικῶς Μ
από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας.