χιονόμετρο

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση τών χιονοπτώσεων σε έναν δεδομένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μέτρο].