χοιροφορβείον

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

και χοιροφόρβιον, τὸ, Α
αγέλη, κοπάδι χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φορβεῖον (< -φορβος < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ὑο-φορβείον / -φόρβιον].