χολόρροια

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εκροή χολής από μη φυσιολογικό άνοιγμα τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholorrhee < χολή + -ρροια (< -ρρους < ροή)].