χοντραίνω

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν χοντρός
1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα το χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ»)
2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει»)
3. φρ. α) «τά χόντρυναν» — ζωήρεψε η συζήτηση, άρχισαν να βρίζονται
β) «χόντρυνε η φωνή του» — έγινε βαρύτερος ο τόνος της φωνής του.