χορηγέτης
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
χορηγέτου, ὁ, = χορηγός, 1, Iamb.VP30.186: Dor. χορᾱγέτας IG42(1).133.7 (Epid., hymn).
German (Pape)
[Seite 1365] ὁ, = χορηγός, Iamblich. V. Pyth. §. 186.
Greek (Liddell-Scott)
χορηγέτης: -ου, ὁ, = χορηγός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 386.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α
χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης (πρβλ. στρατηγέτης)].