χορταίνω

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

Ν
1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός
2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.)
3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό»)
β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του»)
4. παροιμ. α) «με μύγες ο λύκος δεν χορταίνει» — οι μεγάλοι και ισχυροί δεν ικανοποιούνται με μικρές απολαβές
β) «ο λόγος σου μέ χόρτασε και το ψωμί σου φάτο» — δηλώνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καλή συμπεριφορά αξίζει περισσότερο από την υλική προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχόρτασα, αόρ. του χορτάζω, κατά το σχήμα εκέρδησα: κερδαίνω. Για τη σημ. βλ. λ. χόρτος.