αηδιάζω

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι
2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδία.
ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός].