χρεοκοπία

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
banqueroute.
Étymologie: χρεοκοπέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. χρεωκοπία.

German (Pape)

schlechtere Form für χρεωκοπία.