χρυσεοπήληξ
From LSJ
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ, = χρυσοπήληξ, h.Mart.1, Call.Lav.Pall.43.
German (Pape)
[Seite 1379] ηκος, = χρυσοπήληξ, mit goldenem Helme; H. h. 7, 1; Callim. lav. Pall. 43.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοπήληξ: HH = χρυσοπήληξ.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, = χρυσοπήληξ, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1, Καλλ. εἰς Λουρ. Παλλάδ. 43.
Greek Monolingual
-ηκος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. χρυσοπήληξ.
Greek Monotonic
χρῡσεοπήληξ: -ηκος, ὁ, ἡ, = χρυσοπήληξ, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
χρῡσεο-πήληξ, ηκος, = χρυσοπήληξ, Hhymn.]