χρυσόλοφος
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
χρυσόλοφον, with golden crest, B.Scol.Oxy.2081 (e)Fr.5.7; δράκοντες Hsch.; fem. χρυσολόφα in Ar.Lys.344 (lyr.) as epithet of Athena.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Helmbusche, mit goldener Kuppe, das fem. χρυσολόφα hat Ar. Lys. 344, als Beiwort der Pallas.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόλοφος: и 3 с золотым султаном на шлеме: ὦ χρυσολόφα πολίοχε! Arph. о, градохранительница с золотым султаном! (обращение к Афине).
Greek (Liddell-Scott)
χρυσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν λόφον· τὸ θηλ. χρυσολόφᾱ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 344, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς.
Greek Monolingual
ο / χρυσόλοφος, -ον, ΝΑ, θηλ. και χρυσολόφα Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος πτηνών με πολύχρωμα λοφία
αρχ.
1. αυτός που έχει χρυσό λοφίο
2. (το θηλ. στον τ. χρυσολόφα) προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λόφος (< λόφος «λοφίο»), πρβλ. χαλκό-λοφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysolophus].