χρυσόπορος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

German (Pape)

[Seite 1382] golden hindurchgehend, μίτοι Paul. Sil. ecphr. 388.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπορος: -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό-πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί του χρυσοφόρος.