χωρατό

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. αστείο, αστεϊσμός
2. άκακο πείραγμα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά
στ' αστεία («μήν το παίρνεις σοβαρά, χωρατά το'πα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω].