χωροφυλακή

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σώμα με στρατιωτική δομή και οργάνωση για την τήρηση της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής ασφάλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χώρος + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στο έντυπο Ελληνικοί Κώδικες].