χώεο

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. poét. de χώομαι.

Greek Monotonic

χώεο: Επικ. προστ. αντί χώομαι.