ψειρής
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψειρού, Ν ψείρα
1. ψειριάρης
2. το θηλ. η ψειρού
μτφ. η φυλακή
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος
β) φιλάργυρος, τσιγκούνης
γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος.