ψειρίζω
From LSJ
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
Greek Monolingual
Ν ψείρα
1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω
2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα»)
β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω
3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ' αγγειά του» — λέγεται για αργόσχολους που αδιαφορούν τελείως για τις σοβαρές υποθέσεις.