ψειρίζω

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

Ν ψείρα
1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω
2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα»)
β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω
3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ' αγγειά του» — λέγεται για αργόσχολους που αδιαφορούν τελείως για τις σοβαρές υποθέσεις.