ψειρίζω

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

Ν ψείρα
1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω
2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα»)
β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω
3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ' αγγειά του» — λέγεται για αργόσχολους που αδιαφορούν τελείως για τις σοβαρές υποθέσεις.