Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
η, Ν ψεύτης
1. ψεύδος, ψέμα
2. απάτη, δόλος
3. παροιμ. «με τις ψευτιές κουκούλια δεν βάφουν» — χωρίς ικανότητες και χωρίς οικονομικά μέσα, η επιτυχία μιας επιχείρησης ή ενός εγχειρήματος είναι ανέφικτη.