ψηλώνω

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

Ν ψηλός
1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, το καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο»)
2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί»)
3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο.