ψηφοδέτης

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμοδέτης.