ψηφολέκτης

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζολέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843].