ψηφοφορώ

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α ψηφοφόρος
ψηφίζω
νεοελλ.
έχω το δικαίωμα της ψήφου
αρχ.
εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῖν ἔδει», Διον. Αλ.).