ψιλοκόρρης
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλοκόρρης: ἢ -κόρσης, ὁ, ὁ ἔχων ψιλὴν τὴν κεφαλήν, φαλακρός, Ἡρῳδιαν. 4. 8, Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
και ψιλοκόρσης, ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες του κροτάφου»].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, Hesych. = ψιλοκόρσης.