ψιλούρα

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

η, Ν
1. τα ψιλά γράμματα
2. κέρματα μικρής αξίας, ψιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καψούρα)].