καψούρα

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

η
έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπούρα, μουρμούρα)].