ψυχογιός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. θετός γιος
2. νεαρός υπάλληλος
3. (στην τουρκοκρατία) έμπιστος ακόλουθος αρματολού ή αρχηγού τών κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γιος].