ψυχοπάθεια

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. γενική ονομασία τών ψυχικών διαταραχών
2. (ειδικά) η κατάσταση του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί σοβαρά, μη επιτρέποντάς του διαβίωση συμβατή με την κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. psychopathic (< ψυχή + -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη].