ψυχρόφιλος

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(μικρβλ.) (για μικροοργανισμό) αυτός που έχει ως άριστο όριο θερμοκρασίας ανάπτυξης κάτω τών 20° C.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychrophilic (< ψυχρός + φίλος)].