ψωνιστής

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek Monolingual

και ψουνιστής, ο, Ν ψωνίζω
1. ο έμπειρος στα ψώνια
2. αυτός που του αρέσει να ψωνίζει.