ωσότου

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

Ν
(χρον. σύνδ.) ώς ένα χρονικό σημείο, έως ότου, ώσπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «ἕως ὅτου»].