ωτογλυφίδα
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
η / ὠτογλυφίς, -ίδος, ΝΜΑ
λεπτή και μικρή γλυφίδα για τον καθαρισμό τών αφτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. οδοντογλυφίδα)].