беспорядочный
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Russian > Greek
διάδρομος, ἄκριτος, ἀσύγκρατος, ἄκοσμος, ῥεμβώδης, ταραχώδης, ἀμέθοδος, ἄτακτος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἀνυπότακτος, μιγάς, πολυμιγής, πουλυμιγής, θορυβώδης, συμμιγής