ἀμέθοδος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέθοδος Medium diacritics: ἀμέθοδος Low diacritics: αμέθοδος Capitals: ΑΜΕΘΟΔΟΣ
Transliteration A: améthodos Transliteration B: amethodos Transliteration C: amethodos Beta Code: a)me/qodos

English (LSJ)

ἀμέθοδον,
A not in logical (i.e. syllogistic) form, λόγοι Chrysipp.Stoic.2.83, cf. Phld.Rh.1.132S. Adv. ἀμεθόδως, περαίνειν Chrysipp.Stoic. 2.87.
2 without plan or system, Longin.2.2, S.E.P.2.21; esp. Medic., non-methodic, αἵρεσις Gal.10.51. Adv. ἀμεθόδως, δημιουργῆσαι Phld.Rh.1.127S., cf. S.E.M.8.300, Alex.Aphr.in Metaph.50.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fil. no metódico, no sistemático εἰς ἀμέθοδον καὶ ἡμᾶς λόγον ἐμπεσεῖν ἀναγκαῖον ἔσται será obligado que caigamos en una discusión no sistemática (op. ἐμμέθοδος) S.E.P.2.21, (ἡ φύσις ...) οὐκ εἰκαῖόν τι κἀκ παντὸς ἀμέθοδον εἶναι φιλεῖ (la naturaleza en los movimientos patéticos) no suele ser azarosa y asistemática Longin.2.2.
2 fil. no según el método silogístico τέλος δὲ περιττοὶ πρὸς τούτοις (e.d. λόγοις) οὓς ἀμεθόδους ὀνομάζουσιν, οἷς οὐδενὸς ὄντος ὅλως μεθοδικοῦ λόγου συλλογιστέον Chrysipp.Stoic.2.83, cf. Phld.Rh.p.241Aur.
3 medic. acientífico, contrario a la ortodoxia científica πάντες γοῦν σχεδὸν οἱ ἀπὸ τῆς ἀμεθόδου τε καὶ μανιώδους ταύτης αἱρέσεως Gal.10.51, ἅπερ παντελῶς ἀμέθοδα Sor.38.16.
II adv. -ως fil.
1 sin método, de manera asistemática δημιουργῆσαι Phld.Rh.p.233Aur., πρὸς δὲ τὸ μή ἀμεθόδως γίγνεσθαι τὴν ὑφήγησιν para que el tratamiento no sea asistemático S.E.M.8.300, μαλακῶς καὶ ἀμεθόδως Alex.Aphr.in Metaph.50.7.
2 no según el método silogístico οὓς νεώτεροι λέγουσιν ἀμεθόδως περαίνοντας Chrysipp.Stoic.2.87, cf. Alex.Aphr.in APr.346.3.

German (Pape)

ohne Plan, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέθοδος: лишенный метода, бесплановый, беспорядочный (λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέθοδος: -ον, ἀνοδήγητος, ἄνευ σχεδίου, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέθοδος, -ον)
αυτός που γίνεται δίχως μέθοδο, δίχως σύστημα ή σχέδιο
(ουδ.) το ἀμέθοδον
η αμεθοδία
αρχ.
(λόγοι) που δεν υπάγονται σε λογικό (δηλ. συλλογιστικό) σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέθοδος.