вместе страдать
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Russian > Greek
συμπονέω, συναλγέω, συνταλαιπωρέω, συγκακοπαθέω, συνεπιπάσχω, συνδιαταλαιπωρέω
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
συμπονέω, συναλγέω, συνταλαιπωρέω, συγκακοπαθέω, συνεπιπάσχω, συνδιαταλαιπωρέω