воздушный
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
ἀεροειδής, ἠεροειδής, ἀέριος, ἠέριος, πνευματικός, ὑπηέριος, αἰθεροειδής, ἀήσυρος, διαέριος, ἀέρινος, ἐνάερος, αἰθέριος