ὑπηέριος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ὑπηέριον,
A exposed to the air, δρόμοι, opp. ἐν τῷ ἱματίῳ, Hp.Vict. 2.63 (v. Loeb ed.).
2 misty, A.R.4.1577.
German (Pape)
[Seite 1205] unter od. in der Luft, der Luft ausgesetzt; Arch. 7 (VI, 16); Apoll. Rh. 4, 1577.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηέριος: живущий в воздухе, воздушный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηέριος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν ἀέρα, ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1577.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. εκτεθειμένος στον αέρα
2. ομιχλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ηέριος (< ἀήρ, ἀέρος), πρβλ. ἐπηέριος].