πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
συζυγέω, συνομορέω, προσορέω, συνορέω, συντερμονέω, ὁμορέω, ὁμουρέω, συνορίζω, ὑποδέχομαι, ἀφορίζω, παραχέω, ὁρίζω, τελευτάω, ἐπικλίνω, συγκυρέω, ἐξαρτάω