долговечный
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Russian > Greek
πολυχρόνιος, μακραίων, μακρόβιος, δηρόβιος, δαρόβιος, δολιχαίων, μακροχρόνιος, δευσοποιός
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
πολυχρόνιος, μακραίων, μακρόβιος, δηρόβιος, δαρόβιος, δολιχαίων, μακροχρόνιος, δευσοποιός