дромедар
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Russian > Greek
κάμηλος, δρομάς, δρομοκάμηλος, κάμηλος δρομάς, δρομὰς κάμηλος, δρομαία κάμηλος, δρομαδάριος, δρομεδάριος