заботливый
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Russian > Greek
κηδεμονικός, κεδνός, μελεδήμων, προσκηδής, κηδόσυνος, ἐπιμελής, κήδειος, προνοητικός, ἐπιμελητικός