κηδόσυνος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδόσῠνος Medium diacritics: κηδόσυνος Low diacritics: κηδόσυνος Capitals: ΚΗΔΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: kēdósynos Transliteration B: kēdosynos Transliteration C: kidosynos Beta Code: khdo/sunos

English (LSJ)

κηδόσυνον, anxious; = κήδειος 1.2, πούς E.Or.1017 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1430] besorgt, sorgsam, ποδὶ κηδοσύνῳ Eur. Or. 1015.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de sollicitude.
Étymologie: κήδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδόσυνος -ον [κῆδος] bezorgd.

Russian (Dvoretsky)

κηδόσῠνος: заботливый: ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος Eur. заботливо провожая.

Greek (Liddell-Scott)

κηδόσυνος: -ον, ἀνυπόμονος, πρόθυμος, = κήδειος, Εὐρ. Ὀρ. 1017.

Greek Monolingual

κηδόσυνος,-ον (Α)
αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα -όσυνος (πρβλ. δουλόσυνος, χαρμόσυνος].

Greek Monotonic

κηδόσυνος: -ον, ανήσυχος, εναγώνιος, ανυπόμονος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κηδόσυνος, ον
anxious, Eur.