осмотрительный
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Russian > Greek
περιεσκεμμένος, ἀσφαλής, ἀμφοτερόβλεπτος, προμηθής, προμαθής, εὐλαβής, εὐλαβητικός, πρόνοος, πρόνους, προνοητικός, πρόσκοπος, προμηθεύς, προμαθεύς, φραδής