переселяться
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἀποικίζω, ἀποικέω, παροικέω, μετασκηνόω, σκευαγωγέω, μεταχωρέω, ἀποναίω, ἀνοικίζω, μετοικίζω, μετοικέω, μεταβάλλω, διοικίζω, ἐκτοπίζω, ἐκχωρέω, ὑπεξέρχομαι, ἀναστρέφω