ἀποναίω

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποναίω Medium diacritics: ἀποναίω Low diacritics: αποναίω Capitals: ΑΠΟΝΑΙΩ
Transliteration A: aponaíō Transliteration B: aponaiō Transliteration C: aponaio Beta Code: a)ponai/w

English (LSJ)

A remove, send away, used by Hom. only in aor. I, ὡς ἂν.. περικαλλέα κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν Il.16.86, cf. A.R.4.1492:—Med., wend one's way back, Δουλίχιόνδ' ἀπενάσσατο Il.2.629, cf. Od.15.254.
II aor. Med. in trans. sense, ἀπενάσσατο παῖδα sent away her child, E.IT1260(lyr.):—Pass., aor. ἀπονασθῆναι, to be taken away, depart from a place, σᾶς πατρίδος ib.175 (lyr.); πατρὸς καὶ πόλεως Id.Med.166.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo aor.]
I intr., en v. med.-pas. marcharse de su casa, emigrar, exiliarse Δουλίχιόνδ' ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς Il.2.629, cf. Od.15.254.
II tr.
1 en v. act. echar, obligar a marcharse περικαλλέα κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν Il.16.86
hacer emigrar, desterrar ἥν ... ἐς Λιβύην ἀπένασσε A.R.4.1492, de pueblos τοὺς ἀ[πέ] νασσαν ἐκεῖ Νισαῖοι Μεγαρῆες Call.Fr.43.51
en v. pas. c. gen. ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην E.Med.166, σᾶς ἀπενάσθην πατρίδος E.IT 175.
2 en v. med. c. ac. παῖδ' ἀπενάσσατο dejó a su hijo E.IT 1260 (text. dud.).

German (Pape)

[Seite 316] (s. ναίω), entfernt wohnen lassen, nur aor,; ἀπένασσε εἰς Λιβύην, versetzte nach Lib., Ap. Rh. 4, 1492; κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν, zurückführen, Il. 16, 86; – med. im Sinne des pass. Iliad. 2, 629 Δουλίχιόνδ' ἀπενάσσατο, Od. 15, 254 Ὑπερησίηνδ' ἀπενάσσατο, siedelte nach Hyp. über; im Sinne des act., παῖδ' ἀπενάσσατο, vertrieb, Eur. I. T. 1259; – pass., τηλόσε σᾶς ἀπενάσθην πατρίδος, ich wurde in die Ferne von deinem Vaterlande versetzt, Eur. I. T. 175; πατρὸς καὶ πόλεως ἀπενάσθην, ich verließ meinen Vater, Med. 166.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπένασσα;
1 transporter dans un autre pays : τηλόσε ἀπενάσθην πατρίδος EUR je fus transportée loin de ma patrie;
2 ramener dans son pays, acc.;
3 chasser, déposséder de, ἀπό τινος;
Moy. ἀποναίομαι (ao. ἀπενάσσατο) se transporter.
Étymologie: ἀπό, ναίω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποναίω: (только aor. ἀπένασσα - med. ἀπενασσάμην и pass. ἀπενάσθην)
1 тж. med. переселять, отсылать, увозить (τινα Hom.);
2 med.-pass. переселяться, уходить, уезжать (Δουλιχιόνδε Hom.);
3 med. изгонять, удалять (τινὰ ἀπό τινος Eur.; πατρὸς καὶ πόλεως ἀπενάσθην Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποναίω: ἀόρ. α΄ ἀπέννασα, δίδω ἢ πέμπω ὀπίσω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ὡς ἀν… παρικαλλέα κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν, «εἰς τοὐπίσω ἀποκαταστήσωσιν, ἀποδώσωσιν» (Σχόλ.) Ἰλ. Π. 86, ἔνθα ἴδε Spitzn., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1492: ― Μέσ., ἀποικίζομαι, ὅς ποτε Δουλίχιονδ’ ἀπενάσσατο, «ὃς εἰς τὸ Δουλίχιον ποτὲ ἀπῳκίσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 629, Ὀδ. Ο. 254. ΙΙ. ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη τοῦτον τὸν μέσ. ἀόρ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας, ἀπενάσσατο παῖδα, ἀπέστειλε τὸ τέκνον της, Ι. Τ. 1260· ἔχει ὡσαύτως καὶ τὸν παθ. ἀόρ. ἀπονασθῆναι, ἀπελθεῖν ἔκ τινος τόπου, τῆς πατρίδος αὐτόθι 175· πατρὸς καὶ πόλεως Μήδ. 166. Ἴδε καταναίω.

English (Autenrieth)

only aor. subj. ἀπονάσσωσι, and aor. mid. ἀπενάσσετο: remove, of residence; κούρην ἄψ άπονασσωσιν, ‘send back,’ Il. 16.86; mid., Ὑπερησίηνδ' ἀπενάσσετο, removed, ‘withdrew,’ Od. 15.254, Il. 2.629.

Greek Monolingual

ἀποναίω (Α) ναίω
Ι. στέλνω πίσω, επιστρέφω κάτι ή κάποιον εκεί που ανήκει
II. (-ομαι)
1. ταξιδεύω, γυρίζω πίσω
2. απέρχομαι, φεύγω από έναν τόπο.

Greek Monotonic

ἀποναίω: Επικ. αόρ. αʹ ἀπένασσα·
I. πέμπω πίσω ή μακριά, αποστέλλω, απομακρύνω, αποδίδω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., απέρχομαι ως άποικος, αποικίζω, σε Όμηρ.
II. Μέσ. αόρ. αʹ με μτβ. σημασία, ἀπενάσσατο παῖδα, απέστειλε το παιδί της, σε Ευρ.· επίσης, ἀπονασθῆναι, απέρχομαι, αναχωρώ από κάποιον τόπο, με γεν., στον ίδ.

Middle Liddell

I. to remove, to send away, Il.:—Mid. to wend one's way back, ἀπενάσσατο Hom.
II. aor1 mid. in trans. sense, ἀπενάσσατο παῖδα sent away her child, Eur.; also, ἀπονασθῆναι, to be taken away, depart from a place, c. gen., Eur.