приключаться
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
Russian > Greek
ὑπάρχω, συνεμπίπτω, ὑποπίπτω, προστρέχω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι, προστυγχάνω, τυγχάνω, συμπίτνω, περιπίπτω, συγκυρέω, συμφέρω, συναντάω, καταλαμβάνω, συμπίπτω, συντυγχάνω, συμβαίνω, ἐφίστημι