Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
εὐχέρεια, ἀναγωγία, ἀκολασία, ἄνεσις, μαχλοσύνη, ἀνάχυσις, ἀσῳτία, ἀνεπιπληξία, τρυφή, τρυφά, κακοτεχνία